- γέρασμα
- το , γέρατ(ε)ιά, γέρατεία τα сгёрость, преклонный возраст
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γέρασμα — το [γεράζω] το να γερνάει κανείς … Dictionary of Greek
γηράσκω — (AM γηράσκω, Α και γηράω) 1. γίνομαι γέρος, γερνώ 2. φρ. «γηράσκω ἀεί διδασκόμενος» όσο μεγαλώνω μαθαίνω, διδάσκομαι αρχ. 1. είμαι γέρος 2. (για καρπούς) ωριμάζω 3. εξασθενώ, παρακμάζω, ατονώ 4. κάνω κάποιον να γεράσει, συντελώ στο γέρασμά του 5 … Dictionary of Greek
μαράγγιασμα — και μαράγκιασμα, το [μαραγγιάζω] 1. (για φυτά, καρπούς και άνθη) μάρανση, μαρασμός 2. μτφ. γέρασμα … Dictionary of Greek